στένω

στένω
(I)
ΝΑ
(ποιητ. τ.) στενάζω, βογγώ
(α. «η Ελλάδα έστενε τότε κάτω από τον ζυγό τής δουλείας» β. «ἐν δὲ τῇ καρδίᾳ στένει», Αισχύλ.)
αρχ.
1. (στους τραγικούς) (για πρόσ.) θρηνώ μεγαλόφωνα («τῶν Ἀθηνῶν ὡς στένω μεμνημένος», Αισχύλ.)
2. (για θάλασσα ή ποταμό) αντηχώ, βουίζω
3. ελεεινολογώ κάποιον για την κακή του τύχη («στένω σε τᾱς οὐλομένας τύχας», Αισχύλ.)
4. απόλ. κλαίω, θρηνώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. στένω ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *(s)ten- «βγάζω υπόκωφο ήχο, βογγώ» και αντιστοιχεί ακριβώς με τα αρχ. ινδ. stanati «κραυγάζω, βροντώ», λιθουαν. stenu και αγγλοσαξ. stenan «βογγώ». Στην ίδια οικογένεια εντάσσονται και τύποι χωρίς αρκτικό σ-, όπως το αρχ. ινδ. tanyati και το λατ. tono «βροντώ» (πρβλ. και τον τ. που παραδίδει ο Ησύχ. «τένει, στένει, βρύχεται»). Στην ετεροιωμένη βαθμίδα τής ρίζας ανάγεται το παράγωγο στόνος* (πρβλ. ρωσ. ston και αρχ. ινδ. abhi-stana-), ενώ στην απαθή βαθμίδα το ανθρωπωνύμιο Στέντωρ*. Από το ρ. στένω, τέλος, έχουν σχηματιστεί τα εκφραστικά παράγωγα στενάχω* (πρβλ. στοναχή) και στενάζω*. Το τελευταίο χρησιμοποιείται στη Νέα Ελληνική (πρβλ. στεναγμός)].
————————
(II)
Ν
βλ. στήνω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • στένω — moan pres subj act 1st sg στένω moan pres ind act 1st sg στενόω straiten pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) στενόω straiten imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στενώ — όω, ΜΑ, και ιων. τ. στεινῶ, όω, Α [στενός] 1. στενεύω 2. συστέλλω («τὴν γαστέρα στενοῡν», Λιβάν.) 3. περιορίζω, ελαττώνω 4. εξαντλώ 5. παθ. στενοῡμαι, όομαι α) είμαι ελλιπής, ανεπαρκής β) βρίσκομαι ή περιέρχομαι σε δύσκολη θέση («ἐγένετο σπάνις… …   Dictionary of Greek

  • στενῶ — στενάζω sigh deeply fut ind act 1st sg (attic epic ionic) στενός narrow masc/neut gen sg (doric aeolic) στενόω straiten pres subj act 1st sg στενόω straiten pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στενῷ — στενάζω sigh deeply fut opt act 3rd sg στενός narrow masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στενώ — στενός narrow masc/neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στένον — στένω moan pres part act masc voc sg στένω moan pres part act neut nom/voc/acc sg στένω moan imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) στένω moan imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στένετε — στένω moan pres imperat act 2nd pl στένω moan pres ind act 2nd pl στένω moan imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στένῃ — στένω moan pres subj mp 2nd sg στένω moan pres ind mp 2nd sg στένω moan pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στενῶι — στενῷ , στενάζω sigh deeply fut opt act 3rd sg στενῷ , στενός narrow masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στενόντων — στένω moan pres part act masc/neut gen pl στένω moan pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”